γουφάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γουφάρι | τα | γουφάρια |
γενική | του | γουφαριού | των | γουφαριών |
αιτιατική | το | γουφάρι | τα | γουφάρια |
κλητική | γουφάρι | γουφάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γουφάρι < → δείτε τη λέξη γοφάρι με [o] > [u] και [mf] > [f] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣuˈfa.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γου‐φά‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγουφάρι ουδέτερο
- (ψάρι, δημοτική) άλλη μορφή του γοφάρι
- ※ οι πονηριές του γουφαριού δε μοιάζουμε με του κέφαλου (Κωστής Μπαστιάς (1935), αφηγήσεις και διηγήματα: Τ' Αλιευτικά, 33)
- άλλες μορφές: λουφάρι
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γοφάρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία γουφάρι
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .