Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

lüfer < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική λουφάρι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /lyˈfeɾ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

lüfer (tr)

Κλίση επεξεργασία