λουλουδιστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λουλουδιστός < λουλουδισ- < λουλουδίζω < λουλούδι + -τός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lu.lu.ðiˈstos/
Επίθετο
επεξεργασίαλουλουδιστός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λουλούδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία λουλουδιστός
|