λοξοτομημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λοξοτομημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λοξοτομώ
Επίθετο επεξεργασία
λοξοτομημένος
- που έχει λοξοτομηθεί, έχει υποστεί λοξοτομή
Μεταφράσεις επεξεργασία
λοξοτομημένος
|