Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λοξοτομημένος η λοξοτομημένη το λοξοτομημένο
      γενική του λοξοτομημένου της λοξοτομημένης του λοξοτομημένου
    αιτιατική τον λοξοτομημένο τη λοξοτομημένη το λοξοτομημένο
     κλητική λοξοτομημένε λοξοτομημένη λοξοτομημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λοξοτομημένοι οι λοξοτομημένες τα λοξοτομημένα
      γενική των λοξοτομημένων των λοξοτομημένων των λοξοτομημένων
    αιτιατική τους λοξοτομημένους τις λοξοτομημένες τα λοξοτομημένα
     κλητική λοξοτομημένοι λοξοτομημένες λοξοτομημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
Λοξοτομημένα μπουλόνια, παξιμάδια και βίδες στις ακμές τους.

  Ετυμολογία επεξεργασία

λοξοτομημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λοξοτομώ

  Επίθετο επεξεργασία

λοξοτομημένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία