↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λογοδοτημένος η λογοδοτημένη το λογοδοτημένο
      γενική του λογοδοτημένου της λογοδοτημένης του λογοδοτημένου
    αιτιατική τον λογοδοτημένο τη λογοδοτημένη το λογοδοτημένο
     κλητική λογοδοτημένε λογοδοτημένη λογοδοτημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λογοδοτημένοι οι λογοδοτημένες τα λογοδοτημένα
      γενική των λογοδοτημένων των λογοδοτημένων των λογοδοτημένων
    αιτιατική τους λογοδοτημένους τις λογοδοτημένες τα λογοδοτημένα
     κλητική λογοδοτημένοι λογοδοτημένες λογοδοτημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

λογοδοτημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία