Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λογοδοτημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λογοδοτημέν
ος
η
λογοδοτημέν
η
το
λογοδοτημέν
ο
γενική
του
λογοδοτημέν
ου
της
λογοδοτημέν
ης
του
λογοδοτημέν
ου
αιτιατική
τον
λογοδοτημέν
ο
τη
λογοδοτημέν
η
το
λογοδοτημέν
ο
κλητική
λογοδοτημέν
ε
λογοδοτημέν
η
λογοδοτημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λογοδοτημέν
οι
οι
λογοδοτημέν
ες
τα
λογοδοτημέν
α
γενική
των
λογοδοτημέν
ων
των
λογοδοτημέν
ων
των
λογοδοτημέν
ων
αιτιατική
τους
λογοδοτημέν
ους
τις
λογοδοτημέν
ες
τα
λογοδοτημέν
α
κλητική
λογοδοτημέν
οι
λογοδοτημέν
ες
λογοδοτημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
λογοδοτημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
λογοδοτώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λογοδοτημένος