λιπομάρτυρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | λιπομάρτυρας | οι | λιπομάρτυρες |
γενική | του του/της |
λιπομάρτυρα λιπομάρτυρος |
των | λιπομαρτύρων |
αιτιατική | τον/τη | λιπομάρτυρα | τους/τις | λιπομάρτυρες |
κλητική | λιπομάρτυρα | λιπομάρτυρες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιπομάρτυρας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα λιπομάρτυς < λιπο- (< λείπω) + μάρτυρας]. Δείτε και την αρχαία έκφραση λιπομαρτυρίου δίκη.
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιπομάρτυρας αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) μάρτυρας που τον κάλεσαν σε δικαστήριο, αλλά δεν παρουσιάστηκε στη δίκη
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιπομάρτυρας
|
Πηγές επεξεργασία
- λιπομάρτυρας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)