λιποειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λιποειδής | η | λιποειδής | το | λιποειδές |
γενική | του | λιποειδούς* | της | λιποειδούς | του | λιποειδούς |
αιτιατική | τον | λιποειδή | τη | λιποειδή | το | λιποειδές |
κλητική | λιποειδή(ς) | λιποειδής | λιποειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λιποειδείς | οι | λιποειδείς | τα | λιποειδή |
γενική | των | λιποειδών | των | λιποειδών | των | λιποειδών |
αιτιατική | τους | λιποειδείς | τις | λιποειδείς | τα | λιποειδή |
κλητική | λιποειδείς | λιποειδείς | λιποειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λιποειδής < (λίπος) λιπο- + -ειδής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαλιποειδής
- (χημεία) οποιαδήποτε ουσία που φέρει ιδιότητες των λιπών όπως και των στεροειδών και λιπινών
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιποειδής
|