Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στεροειδές τα στεροειδή
      γενική του στεροειδούς των στεροειδών
    αιτιατική το στεροειδές τα στεροειδή
     κλητική στεροειδές στεροειδή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στεροειδές < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική steroid < sterol +‎ -oid < αρχαία ελληνική στερρός / στερεός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στεροειδές ουδέτερο

Υπώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία