στεροειδές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στεροειδές < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική steroid < sterol + -oid < αρχαία ελληνική στερρός / στερεός
Ουσιαστικό επεξεργασία
στεροειδές ουδέτερο
- (χημεία) (συνήθως στον πληθυντικό: στεροειδή) οικογένεια οργανικών μορίων / ενώσεων