λιπογλυπτική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιπογλυπτική < λίπος + -ο- + γλυπτική ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική liposculpture)
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιπογλυπτική θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιπογλυπτική
λιπογλυπτική θηλυκό