Δείτε επίσης: λοιμώδης
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιμώδης η λιμώδης το λιμώδες
      γενική του λιμώδους της λιμώδους του λιμώδους
    αιτιατική τον λιμώδη τη λιμώδη το λιμώδες
     κλητική λιμώδη(ς) λιμώδης λιμώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιμώδεις οι λιμώδεις τα λιμώδη
      γενική των λιμωδών των λιμωδών των λιμωδών
    αιτιατική τους λιμώδεις τις λιμώδεις τα λιμώδη
     κλητική λιμώδεις λιμώδεις λιμώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιμώδης < ελληνιστική κοινή λιμώδης < αρχαία ελληνική λιμός

  Επίθετο

επεξεργασία

λιμώδης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία