λιμνοδίαιτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
λιμνοδίαιτος, -η / -ος, -ο
- που ζει σε λίμνη
Συνώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- λιμνοδίαιτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιμνοδίαιτος
|