λιθοτομικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιθοτομικός < ελληνιστική κοινή λιθοτομικός < λιθοτόμος < αρχαία ελληνική λίθος + τέμνω
Επίθετο
επεξεργασίαλιθοτομικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λιθοτομικός
|
λιθοτομικός
|