Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η λιθοκέραμος οι λιθοκέραμοι
      γενική του/της λιθοκέραμου των λιθοκέραμων
    αιτιατική τον/τη λιθοκέραμο τους/τις λιθοκέραμους
     κλητική λιθοκέραμε λιθοκέραμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιθοκέραμος < λιθο- + κέραμος (μαρτυρείται από το 1891)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /li.θοˈce.ɾa.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐θο‐κέ‐ρα‐μος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιθοκέραμος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 606, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία