Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιθογόνος η λιθογόνος
λιθογόνα
το λιθογόνο
      γενική του λιθογόνου της λιθογόνου
λιθογόνας
του λιθογόνου
    αιτιατική τον λιθογόνο τη λιθογόνο
λιθογόνα
το λιθογόνο
     κλητική λιθογόνε λιθογόνε
λιθογόνα
λιθογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιθογόνοι οι λιθογόνοι
λιθογόνες
τα λιθογόνα
      γενική των λιθογόνων των λιθογόνων των λιθογόνων
    αιτιατική τους λιθογόνους τις λιθογόνους
λιθογόνες
τα λιθογόνα
     κλητική λιθογόνοι λιθογόνοι
λιθογόνες
λιθογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιθογόνος < λιθ(ος) + -ο- + -γόνος

  Επίθετο επεξεργασία

λιθογόνος, -ος/-α, -ο

  • που παράγει λίθους
    ※  Στους τρείς από τους. ασθενείς αυτούς, πού είχαν υποβληθεί σε απλή χολοκυστεκτομή, διαπιστώθηκε ότι η χολόλιθοι είχαν λιθογόνο πυρήνα από ράμμα μέταξας. ([1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία