λιθογόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλιθογόνος, -ος/-α, -ο
- που παράγει λίθους
- ※ Στους τρείς από τους. ασθενείς αυτούς, πού είχαν υποβληθεί σε απλή χολοκυστεκτομή, διαπιστώθηκε ότι η χολόλιθοι είχαν λιθογόνο πυρήνα από ράμμα μέταξας. ([1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιθογόνος
|