Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιγνιτοπαραγωγός < λιγνίτης + -ο- + παραγωγός

  Επίθετο επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η λιγνιτοπαραγωγός το λιγνιτοπαραγωγό
      γενική του/της λιγνιτοπαραγωγού του λιγνιτοπαραγωγού
    αιτιατική τον/τη λιγνιτοπαραγωγό το λιγνιτοπαραγωγό
     κλητική λιγνιτοπαραγωγέ λιγνιτοπαραγωγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιγνιτοπαραγωγοί τα λιγνιτοπαραγωγά
      γενική των λιγνιτοπαραγωγών των λιγνιτοπαραγωγών
    αιτιατική τους/τις λιγνιτοπαραγωγούς τα λιγνιτοπαραγωγά
     κλητική λιγνιτοπαραγωγοί λιγνιτοπαραγωγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

λιγνιτοπαραγωγός, -ος, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία