Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ληστοτρόφος οι ληστοτρόφοι
      γενική του ληστοτρόφου των ληστοτρόφων
    αιτιατική τον ληστοτρόφο τους ληστοτρόφους
     κλητική ληστοτρόφε ληστοτρόφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ληστοτρόφος < ληστ(ής) + -ο- + -τρόφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ληστοτρόφος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία