↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ληστοτρόφος οι ληστοτρόφοι
      γενική του ληστοτρόφου των ληστοτρόφων
    αιτιατική τον ληστοτρόφο τους ληστοτρόφους
     κλητική ληστοτρόφε ληστοτρόφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ληστοτρόφος < ληστ(ής) + -ο- + -τρόφος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ληστοτρόφος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία