Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ληστοκρατημένος η ληστοκρατημένη το ληστοκρατημένο
      γενική του ληστοκρατημένου της ληστοκρατημένης του ληστοκρατημένου
    αιτιατική τον ληστοκρατημένο τη ληστοκρατημένη το ληστοκρατημένο
     κλητική ληστοκρατημένε ληστοκρατημένη ληστοκρατημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ληστοκρατημένοι οι ληστοκρατημένες τα ληστοκρατημένα
      γενική των ληστοκρατημένων των ληστοκρατημένων των ληστοκρατημένων
    αιτιατική τους ληστοκρατημένους τις ληστοκρατημένες τα ληστοκρατημένα
     κλητική ληστοκρατημένοι ληστοκρατημένες ληστοκρατημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ληστοκρατημένος, -η, -ο



  Μεταφράσεις επεξεργασία