λεπαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεπαῖος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
λεπαῖος, -α, -ον
- βραχώδης, πετρώδης, απόκρημνος
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, στίχ. 394 (394-395)
- λεπαίαν δ᾽ ὀφρύην καθήμενος | σκοπεῖ
- μα από μιαν πέτρινη ράχη | ξετάζει
- Μετάφραση (1913): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greek‑language.gr
- λεπαίαν δ᾽ ὀφρύην καθήμενος | σκοπεῖ
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 324 (323-324)
- ὡς δ᾽ εἴδομεν δίπαλτα πολεμίων ξίφη, | φυγῇ λεπαίας ἐξεπίμπλαμεν νάπας.
- Σαν είδαμε τα δυο σπαθιά να παίζουν, | πιάσαμε τα βραχόσπαρτα φαράγγια.
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ὡς δ᾽ εἴδομεν δίπαλτα πολεμίων ξίφη, | φυγῇ λεπαίας ἐξεπίμπλαμεν νάπας.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, στίχ. 394 (394-395)
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- λεπαῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λεπαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.