↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεμφοφόρος η λεμφοφόρα το λεμφοφόρο
      γενική του λεμφοφόρου της λεμφοφόρας του λεμφοφόρου
    αιτιατική τον λεμφοφόρο τη λεμφοφόρα το λεμφοφόρο
     κλητική λεμφοφόρε λεμφοφόρα λεμφοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεμφοφόροι οι λεμφοφόρες τα λεμφοφόρα
      γενική των λεμφοφόρων των λεμφοφόρων των λεμφοφόρων
    αιτιατική τους λεμφοφόρους τις λεμφοφόρες τα λεμφοφόρα
     κλητική λεμφοφόροι λεμφοφόρες λεμφοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεμφοφόρος < λέμφος + -ο- + -φόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

λεμφοφόρος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία