πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεμφοκυτογόνος η λεμφοκυτογόνος
& λεμφοκυτογόνα
το λεμφοκυτογόνο
      γενική του λεμφοκυτογόνου της λεμφοκυτογόνου
& λεμφοκυτογόνας
του λεμφοκυτογόνου
    αιτιατική τον λεμφοκυτογόνο τη λεμφοκυτογόνο
& λεμφοκυτογόνα
το λεμφοκυτογόνο
     κλητική λεμφοκυτογόνε λεμφοκυτογόνε
& λεμφοκυτογόνα
λεμφοκυτογόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεμφοκυτογόνοι οι λεμφοκυτογόνοι
& λεμφοκυτογόνες
τα λεμφοκυτογόνα
      γενική των λεμφοκυτογόνων των λεμφοκυτογόνων των λεμφοκυτογόνων
    αιτιατική τους λεμφοκυτογόνους τις λεμφοκυτογόνους
& λεμφοκυτογόνες
τα λεμφοκυτογόνα
     κλητική λεμφοκυτογόνοι λεμφοκυτογόνοι
& λεμφοκυτογόνες
λεμφοκυτογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
λεμφοκυτογόνος < λεμφοκύτ(ταρο) + -ο- + -γόνος> Μορφολογικά αναλύεται σε λεμφο- + κυτο- + -γόνος.  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
ΔΦΑ : /leɱ.fo.ci.toˈɣo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λεμφοκυτογόνος

λεμφοκυτογόνος, -ος/-α, -ο

  • (ιατρική) χαρακτηρισμός οργάνων του σώματος στα οποία γίνεται διαφοροποίηση των λεμφοκυττάρων
      Οι αμυγδαλές, η σπλήνα και ο θύμος αδένας ονομάζονται λεμφοκυτογόνα όργανα, διότι σ' αυτούς διαφοροποιούνται τα λεμφοκύτταρα που παράγονται στον ερυθρό μυελό των οστών.
    Βιολογία Α΄ Λυκείου - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο) κεφάλαιο 4 @eboosk.edu.gr

Μεταφράσεις

επεξεργασία