λεκτικάριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λεκτικάριος | οἱ | λεκτικάριοι |
γενική | τοῦ | λεκτικαρίου | τῶν | λεκτικαρίων |
δοτική | τῷ | λεκτικαρίῳ | τοῖς | λεκτικαρίοις |
αιτιατική | τὸν | λεκτικάριον | τοὺς | λεκτικαρίους |
κλητική ὦ! | λεκτικάριε | λεκτικάριοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λεκτικαρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λεκτικαρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λεκτικάριος < λατινική lecticarius (φορειοφόρος) < lectica < lectus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *legʰ- (κείμαι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεκτικάριος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- υπηρέτης που εκτελούσε καθήκοντα φορειοφόρου, μετέφερε δηλαδή στον ώμο του μαζί με άλλους το λεκτίκιον, στο οποίο κάθοταν ο αφέντης του
- αυτός που μεριμνούσε για την ταφή των νεκρών
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .