↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λεκτικάριος οἱ λεκτικάριοι
      γενική τοῦ λεκτικαρίου τῶν λεκτικαρίων
      δοτική τῷ λεκτικαρί τοῖς λεκτικαρίοις
    αιτιατική τὸν λεκτικάριον τοὺς λεκτικαρίους
     κλητική ! λεκτικάριε λεκτικάριοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λεκτικαρίω
γεν-δοτ τοῖν  λεκτικαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεκτικάριος < λατινική lecticarius (φορειοφόρος) < lectica < lectus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *legʰ- (κείμαι)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λεκτικάριος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. υπηρέτης που εκτελούσε καθήκοντα φορειοφόρου, μετέφερε δηλαδή στον ώμο του μαζί με άλλους το λεκτίκιον, στο οποίο κάθοταν ο αφέντης του
  2. αυτός που μεριμνούσε για την ταφή των νεκρών

Συγγενικά

επεξεργασία