λεκιθινάση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεκιθινάση < λόγιο ενδογενές δάνειο: lecithinase < lecithin < γαλλική lécithine < αρχαία ελληνική λέκῐθος
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεκιθινάση θηλυκό
- (βιοχημεία) ένζυμο που υδρολύει τις λεκιθίνες κατά τη διαδικασία της πέψης
- ※ Τῇ δράσει τῶν φωσφατιδασῶν (λεκιθινασῶν) αἱ λεκιθίναι διασπῶνται ὡς ἑξῆς. (Γεώργιος Παπαζάχος, Μεταβολαί των φωσφολιπιδίων του πλάσματος επί ηπατοπαθειών, Αθήνα 1977, σελ. 27)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λεκιθίνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεκιθινάση