• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

λεκιθίνη

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεκιθίνη οι λεκιθίνες
      γενική της λεκιθίνης των λεκιθινών
    αιτιατική τη λεκιθίνη τις λεκιθίνες
     κλητική λεκιθίνη λεκιθίνες
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

λεκιθίνη < γαλλική lécithine[1] < αρχαία ελληνική λέκιθος (αντιδάνειο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

λεκιθίνη θηλυκό

  • (βιοχημεία) φωσφορούχος ουσία που βρίσκεται στη λέκιθο ενός αβγού κ.α.

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη λέκιθος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    λεκιθίνη
  • αγγλικά : lecithin (en)
  • γαλλικά : lécithine (fr)
  • χίντι : अंडपीति (hi) (Deva)
  1. ↑ Ουσία που βρήκε ο Theodore Nicolas Gobley στα 1847
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λεκιθίνη&oldid=3638020"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιουνίου 2016, στις 07:14

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιουνίου 2016, στις 07:14.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie