↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεκιασμένος η λεκιασμένη το λεκιασμένο
      γενική του λεκιασμένου της λεκιασμένης του λεκιασμένου
    αιτιατική τον λεκιασμένο τη λεκιασμένη το λεκιασμένο
     κλητική λεκιασμένε λεκιασμένη λεκιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεκιασμένοι οι λεκιασμένες τα λεκιασμένα
      γενική των λεκιασμένων των λεκιασμένων των λεκιασμένων
    αιτιατική τους λεκιασμένους τις λεκιασμένες τα λεκιασμένα
     κλητική λεκιασμένοι λεκιασμένες λεκιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεκιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λεκιάζω

λεκιασμένος -η -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία