↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λειτουργημένος η λειτουργημένη το λειτουργημένο
      γενική του λειτουργημένου της λειτουργημένης του λειτουργημένου
    αιτιατική τον λειτουργημένο τη λειτουργημένη το λειτουργημένο
     κλητική λειτουργημένε λειτουργημένη λειτουργημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λειτουργημένοι οι λειτουργημένες τα λειτουργημένα
      γενική των λειτουργημένων των λειτουργημένων των λειτουργημένων
    αιτιατική τους λειτουργημένους τις λειτουργημένες τα λειτουργημένα
     κλητική λειτουργημένοι λειτουργημένες λειτουργημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λειτουργημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λειτουργώ

λειτουργημένος, -η, -ο

  • που έχει παραστεί στη Θεία Λειτουργία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία