λειτουργημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λειτουργημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λειτουργώ
Μετοχή
επεξεργασίαλειτουργημένος, -η, -ο
- που έχει παραστεί στη Θεία Λειτουργία
Μεταφράσεις
επεξεργασία λειτουργημένος
|
λειτουργημένος, -η, -ο
|