Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λεγεωνάριος οι λεγεωνάριοι
      γενική του λεγεωνάριου
λεγεωναρίου
των λεγεωνάριων
λεγεωναρίων
    αιτιατική τον λεγεωνάριο τους λεγεωνάριους
λεγεωναρίους
     κλητική λεγεωνάριε λεγεωνάριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. λεγεωνάριος < (ελληνιστική κοινή) λεγιωνάριος < λατινικά legionarius
  2. (σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) légionnaire

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεγεωνάριος αρσενικό

  1. ο στρατιώτης μιας λεγεώνας
  2. (ειδικότερα) μέλος της Λεγεώνας των Ξένων

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία