• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

λεγεωνάριος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
        • 1.2.1.1 Πολυλεκτικοί όροι
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λεγεωνάριος οι λεγεωνάριοι
      γενική του λεγεωνάριου
& λεγεωναρίου
των λεγεωνάριων
& λεγεωναρίων
    αιτιατική τον λεγεωνάριο τους λεγεωνάριους
& λεγεωναρίους
     κλητική λεγεωνάριε λεγεωνάριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. λεγεωνάριος < (ελληνιστική κοινή) λεγιωνάριος < λατινικά legionarius
  2. (σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) légionnaire

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λεγεωνάριος αρσενικό

  1. ο στρατιώτης μιας λεγεώνας
  2. (ειδικότερα) μέλος της Λεγεώνας των Ξένων

Συγγενικά

επεξεργασία
  • λεγεώνα
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
  • νόσος των λεγεωνάριων

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    λεγεωνάριος
  • αγγλικά : legionary (en), legionnaire (en)
  • γαλλικά : légionnaire (fr)
  • ιταλικά : legionario (it)
  • λατινικά : legionarius (la)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λεγεωνάριος&oldid=7110077"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 15:29

Γλώσσες

    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 15:29.
    • Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας