λεγιωνάριος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λεγιωνάριος | οἱ | λεγιωνάριοι |
γενική | τοῦ | λεγιωναρίου | τῶν | λεγιωναρίων |
δοτική | τῷ | λεγιωναρίῳ | τοῖς | λεγιωναρίοις |
αιτιατική | τὸν | λεγιωνάριον | τοὺς | λεγιωναρίους |
κλητική ὦ! | λεγιωνάριε | λεγιωνάριοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λεγιωναρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λεγιωναρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεγιωνάριος < (άμεσο δάνειο) λατινική legionarius
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεγιωνάριος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) λεγεωνάριος
- άλλη γραφή: λεγιονάριος
Πηγές επεξεργασία
- λεγεωνάριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας