λαχανᾶς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λαχανᾶς | ||||||
γενική | τοῦ | λαχανᾶ | ||||||
δοτική | τῷ | λαχανᾷ | ||||||
αιτιατική | τὸν | λαχανᾶν | ||||||
κλητική ὦ! | λαχανᾶ | |||||||
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'Μηνᾶς' όπως «Μηνᾶς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λαχανᾶς < αρχαία ελληνική λάχαν(ον) + -ᾶς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαχανᾶς αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή , επάγγελμα) λαχανοπώλης
- ※ Ἔτι δὲ περισπῶνται ταῦτα μόνως κύρια ἢ ὑποκοριστικά, <Ἑρμᾶς Ἀργᾶς, Αἰγᾶς> ποταμὸς φερόμενος ἀπὸ τοῦ περὶ τὸ Πύθιον ὄρους, ἀφ' οὗ καὶ τὸ πεδίον Αἰγαῖον, <Καρρᾶς> ποταμὸς Συρίας, <Βορρᾶς, Γονατᾶς> ὁ Γούνιος ἐθνικόν, <Κομητᾶς, Φιλητᾶς, Μηνᾶς, Ζηνᾶς, Μητρᾶς, ὀστρακᾶς, πινακᾶς, λαχανᾶς>, ἢ ἐπὶ σκώμματος τασσόμενα <φαγᾶς καταφαγᾶς δακνᾶς> ἢ τὰ ἀπὸ συμβεβηκότος οἷον <τρεσᾶς>. ὡσαύτως δὲ καὶ τὰ Ἰωνικῶς παραλόγως διὰ τοῦ <δ> κεκλιμένα, ὧν τὸ <α> μακρόν, <Βοιβᾶς, Βιττᾶς, Κυρᾶς>· εἰσὶ δὲ ὀνόματα κύρια. οὐδέποτε δὲ ὀξύνεται, χωρὶς εἰ μὴ ὦσιν ἀπὸ παθητικοῦ παρακειμένου σύνθετα διὰ μόνου τοῦ <τ> κλινόμενα οἷον <χαλκοκράς> καὶ <γαλακτοκράς> καὶ <νεοκράς>. ὅθεν τὸ <ἱμάς> καὶ <ἀνδριάς> ὡς ἐκτεταμένον ἔχοντα τὸ <ας> σημειούμεθα παραλόγως ὀξυνόμενα. οὐκ ἀγνοῶ δὲ ὅτι Ἡλιόδωρος ἐβούλετο ταῦτα περισπᾶν. (Αίλιος Ηρωδιανός, Περὶ καθολικῆς προσῳδίας, 3, 1, 51, 3–15)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λαχανᾶς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.