ἀνδριάς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀνδριᾰντ- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἀνδριάς | οἱ | ἀνδριάντες | |
γενική | τοῦ | ἀνδριάντος | τῶν | ἀνδριάντων | |
δοτική | τῷ | ἀνδριάντῐ | τοῖς | ἀνδριάσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ἀνδριάντᾰ | τοὺς | ἀνδριάντᾰς | |
κλητική ὦ! | ἀνδριάς | ἀνδριάντες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνδριάντε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀνδριάντοιν | |||
Και αττικός τύπος ἀνδριᾶντος | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἱμάς' όπως «ἱμάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀνδριάς < ἀνδρίον, υποκοριστικό του ἀνήρ (γενική ἀνδρός). Ήδη τύπος οργανικής πληθυντικού στη μυκηναϊκή 𐀀𐀇𐀪𐀊𐀠 (a-di-ri-ja-pi *ἀνδριᾱφι).[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀνδριάς αρσενικό
- (γλυπτική) άγαλμα, ομοίωμα ανδρός ανδριάντας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- ἀνδριάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνδριάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.