Δείτε επίσης: μηνάς, μήνας

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Μηνᾶς
      γενική τοῦ Μην
      δοτική τῷ Μην
    αιτιατική τὸν Μηνᾶν
     κλητική ! Μην
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'Μηνᾶς' όπως «Μηνᾶς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μηνᾶς < πιθανή σύνδεση με το μηνύω (ειδοποιώ)[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μηνᾶς, -ᾶ αρσενικό

  • ανδρικό όνομα
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 21
    Λακεδαιμόνιοι δέ (ἔλαχον γὰρ πρότεροι ἀποδιδόναι ἃ εἶχον) τούς τε ἄνδρας εὐθὺς τοὺς παρὰ σφίσιν αἰχμαλώτους ἀφίεσαν καὶ πέμψαντες ἐς τὰ ἐπὶ Θρᾴκης πρέσβεις Ἰσχαγόραν καὶ Μηνᾶν καὶ Φιλοχαρίδαν ἐκέλευον τὸν Κλεαρίδαν τὴν Ἀμφίπολιν παραδιδόναι τοῖς Ἀθηναίοις καὶ τοὺς ἄλλους τὰς σπονδάς, ὡς εἴρητο ἑκάστοις, δέχεσθαι.

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «Μηνάς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

  Πηγές επεξεργασία