λαχανεύς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λαχανεύς | οἱ | λαχανεῖς - λαχανῆς* |
γενική | τοῦ | λαχανέως | τῶν | λαχανέων |
δοτική | τῷ | λαχανεῖ | τοῖς | λαχανεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | λαχανέᾱ | τοὺς | λαχανέᾱς |
κλητική ὦ! | λαχανεῦ | λαχανεῖς - λαχανῆς* | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαχανῆ1 ή λαχανεῖ2 | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λαχανέοιν | ||
* αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαχανεύς < αρχαία ελληνική λάχαν(ον) + -εύς
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαχανεύς αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- λαχανεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.