Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λαχανεύς οἱ λαχανεῖς - λαχανῆς*
      γενική τοῦ λαχανέως τῶν λαχανέων
      δοτική τῷ λαχανεῖ τοῖς λαχανεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν λαχανέ τοὺς λαχανέᾱς
     κλητική ! λαχανεῦ λαχανεῖς - λαχανῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαχαν1 ή λαχανεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  λαχανέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαχανεύς < αρχαία ελληνική λάχαν(ον) + -εύς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαχανεύς αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία