Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λατόμημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
λατόμημα
τα
λατομήμα
τ
α
γενική
του
λατομήμα
τ
ος
των
λατομημά
τ
ων
αιτιατική
το
λατόμημα
τα
λατομήμα
τ
α
κλητική
λατόμημα
λατομήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λατόμημα
< (
ελληνιστική κοινή
)
λατόμημα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λατόμημα
ουδέτερο
ό,τι
έχει
λατομηθεί
,
υλικό
που έχει
εξορυχθεί
από
λατομείο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
λατόμος
,
λᾶας
και
τέμνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λατόμημα
λατινικά
:
caementum
(la)