λᾶας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίααρσενικό ή θηλυκό | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ ἡ |
λᾶᾰς & λᾶς |
οἱ αἱ |
λᾶες | ||||
γενική | τοῦ τῆς |
λᾶος | τῶν | λάων | ||||
δοτική | τῷ τῇ |
λᾶϊ | τοῖς ταῖς |
λάεσῐ(ν) & λάεσσῐ́ επικός | ||||
αιτιατική | τὸν τὴν |
λᾶαν & λᾶν |
τοὺς τὰς |
λᾶας | ||||
κλητική ὦ! | λᾶᾰς & λᾶς |
λᾶες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λᾶε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | — | ||||||
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'ανώμαλα' - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λᾶας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leh₁u- (πέτρα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλᾶας αρσενικό ή θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- λᾶος (αρσενικό)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λᾶας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λᾶας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.