λατομώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λατομώ < (ελληνιστική κοινή) λατομέω / λατομῶ < λατόμος < αρχαία ελληνική λᾶας + τέμνω
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαλατομώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λατομώ | λατομούσα | θα λατομώ | να λατομώ | λατομώντας | |
β' ενικ. | λατομείς | λατομούσες | θα λατομείς | να λατομείς | (λατόμει) | |
γ' ενικ. | λατομεί | λατομούσε | θα λατομεί | να λατομεί | ||
α' πληθ. | λατομούμε | λατομούσαμε | θα λατομούμε | να λατομούμε | ||
β' πληθ. | λατομείτε | λατομούσατε | θα λατομείτε | να λατομείτε | λατομείτε | |
γ' πληθ. | λατομούν(ε) | λατομούσαν(ε) | θα λατομούν(ε) | να λατομούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λατόμησα | θα λατομήσω | να λατομήσω | λατομήσει | ||
β' ενικ. | λατόμησες | θα λατομήσεις | να λατομήσεις | λατόμησε | ||
γ' ενικ. | λατόμησε | θα λατομήσει | να λατομήσει | |||
α' πληθ. | λατομήσαμε | θα λατομήσουμε | να λατομήσουμε | |||
β' πληθ. | λατομήσατε | θα λατομήσετε | να λατομήσετε | λατομήστε | ||
γ' πληθ. | λατόμησαν λατομήσαν(ε) |
θα λατομήσουν(ε) | να λατομήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λατομήσει | είχα λατομήσει | θα έχω λατομήσει | να έχω λατομήσει | ||
β' ενικ. | έχεις λατομήσει | είχες λατομήσει | θα έχεις λατομήσει | να έχεις λατομήσει | ||
γ' ενικ. | έχει λατομήσει | είχε λατομήσει | θα έχει λατομήσει | να έχει λατομήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λατομήσει | είχαμε λατομήσει | θα έχουμε λατομήσει | να έχουμε λατομήσει | ||
β' πληθ. | έχετε λατομήσει | είχατε λατομήσει | θα έχετε λατομήσει | να έχετε λατομήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λατομήσει | είχαν λατομήσει | θα έχουν λατομήσει | να έχουν λατομήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία λατομώ
|