λατομικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λατομικός < ελληνιστική κοινή λατομικός < λατόμος < αρχαία ελληνική λᾶας + τέμνω
Επίθετο
επεξεργασίαλατομικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λατόμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία λατομικός
|