λατίνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λατίνος | οι | λατίνοι |
γενική | του | λατίνου | των | λατίνων |
αιτιατική | τον | λατίνο | τους | λατίνους |
κλητική | λατίνε | λατίνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λατίνος < ελληνιστική κοινή Λατῖνος < λατινική Latinus < Latium < latus (ευρύς, πλατύς) < *stlātus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sterh₃- (εκτείνω, απλώνω) ή *stelh₃- (ευρύς, πλατύς)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλατίνος αρσενικό