ισπανόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαισπανόφωνος, -η, -ο
- που έχει ως μητρική γλώσσα τα ισπανικά
- που μιλά ισπανικά, που τα ισπανικά έχουν καθιερωθεί ως επίσημη γλώσσα
- ⮡ ισπανόφωνοι πληθυσμοί της Αμερικής
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ισπανόφωνος
Πηγές
επεξεργασία- ισπανόφωνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας