Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαοσωτήριος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λαοσωτήρι
ος
η
λαοσωτήρι
α
το
λαοσωτήρι
ο
γενική
του
λαοσωτήρι
ου
της
λαοσωτήρι
ας
του
λαοσωτήρι
ου
αιτιατική
τον
λαοσωτήρι
ο
τη
λαοσωτήρι
α
το
λαοσωτήρι
ο
κλητική
λαοσωτήρι
ε
λαοσωτήρι
α
λαοσωτήρι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λαοσωτήρι
οι
οι
λαοσωτήρι
ες
τα
λαοσωτήρι
α
γενική
των
λαοσωτήρι
ων
των
λαοσωτήρι
ων
των
λαοσωτήρι
ων
αιτιατική
τους
λαοσωτήρι
ους
τις
λαοσωτήρι
ες
τα
λαοσωτήρι
α
κλητική
λαοσωτήρι
οι
λαοσωτήρι
ες
λαοσωτήρι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαοσωτήριος
<
λαός
+
σωτήριος
Επίθετο
επεξεργασία
λαοσωτήριος, -α, -ο
που
σώζει
το
λαό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαοσωτήριος