λαοθάλασσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλαοθάλασσα θηλυκό
- πολύ μεγάλο πλήθος ανθρώπων σε δημόσιο χώρο
- λαοθάλασσα στη συγκέντρωση του (τάδε) κόμματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαοθάλασσα
|
λαοθάλασσα θηλυκό
|