Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαμπρόφωνος η λαμπρόφωνη το λαμπρόφωνο
      γενική του λαμπρόφωνου της λαμπρόφωνης του λαμπρόφωνου
    αιτιατική τον λαμπρόφωνο τη λαμπρόφωνη το λαμπρόφωνο
     κλητική λαμπρόφωνε λαμπρόφωνη λαμπρόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαμπρόφωνοι οι λαμπρόφωνες τα λαμπρόφωνα
      γενική των λαμπρόφωνων των λαμπρόφωνων των λαμπρόφωνων
    αιτιατική τους λαμπρόφωνους τις λαμπρόφωνες τα λαμπρόφωνα
     κλητική λαμπρόφωνοι λαμπρόφωνες λαμπρόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαμπρόφωνος < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /lamˈbɾo.fo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐μπρό‐φω‐νος

  Επίθετο επεξεργασία

λαμπρόφωνος, -η, -ο

  • που έχει καθαρή και δυνατή φωνή

  Μεταφράσεις επεξεργασία