λαμπρόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lamˈbɾo.fo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐μπρό‐φω‐νος
Επίθετο
επεξεργασίαλαμπρόφωνος, -η, -ο
- που έχει καθαρή και δυνατή φωνή
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαμπρόφωνος
|