Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαμπροφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λαμπροφόρ
ος
η
λαμπροφόρ
α
το
λαμπροφόρ
ο
γενική
του
λαμπροφόρ
ου
της
λαμπροφόρ
ας
του
λαμπροφόρ
ου
αιτιατική
τον
λαμπροφόρ
ο
τη
λαμπροφόρ
α
το
λαμπροφόρ
ο
κλητική
λαμπροφόρ
ε
λαμπροφόρ
α
λαμπροφόρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λαμπροφόρ
οι
οι
λαμπροφόρ
ες
τα
λαμπροφόρ
α
γενική
των
λαμπροφόρ
ων
των
λαμπροφόρ
ων
των
λαμπροφόρ
ων
αιτιατική
τους
λαμπροφόρ
ους
τις
λαμπροφόρ
ες
τα
λαμπροφόρ
α
κλητική
λαμπροφόρ
οι
λαμπροφόρ
ες
λαμπροφόρ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαμπροφόρος
<
μεσαιωνική ελληνική
λαμπροφόρος
Επίθετο
επεξεργασία
λαμπροφόρος
αυτός που
φοράει
λαμπρά
ρούχα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαμπροφόρος