Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαθρόγαμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λαθρόγαμ
ος
η
λαθρόγαμ
η
το
λαθρόγαμ
ο
γενική
του
λαθρόγαμ
ου
της
λαθρόγαμ
ης
του
λαθρόγαμ
ου
αιτιατική
τον
λαθρόγαμ
ο
τη
λαθρόγαμ
η
το
λαθρόγαμ
ο
κλητική
λαθρόγαμ
ε
λαθρόγαμ
η
λαθρόγαμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λαθρόγαμ
οι
οι
λαθρόγαμ
ες
τα
λαθρόγαμ
α
γενική
των
λαθρόγαμ
ων
των
λαθρόγαμ
ων
των
λαθρόγαμ
ων
αιτιατική
τους
λαθρόγαμ
ους
τις
λαθρόγαμ
ες
τα
λαθρόγαμ
α
κλητική
λαθρόγαμ
οι
λαθρόγαμ
ες
λαθρόγαμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαθρόγαμος
<
λαθρό-
+
γάμος
Επίθετο
επεξεργασία
λαθρόγαμος, -η, -ο
(
λόγιο
)
μοιχός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαθρόγαμος