Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαθροθηρία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
λαθροθηρί
α
οι
λαθροθηρί
ες
γενική
της
λαθροθηρί
ας
των
λαθροθηρι
ών
αιτιατική
τη
λαθροθηρί
α
τις
λαθροθηρί
ες
κλητική
λαθροθηρί
α
λαθροθηρί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαθροθηρία
<
λαθροθήρας
<
λαθρο-
-θηρία
(
θήρα
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαθροθηρία
θηλυκό
το
παράνομο
κυνήγι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαθροθηρία
αγγλικά
:
poaching
(en)
γαλλικά
:
braconnage
(fr)
γερμανικά
:
Wilderei
(de)
ιταλικά
:
bracconaggio
(it)