poaching
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
poaching | poachings |
poaching (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η λαθροθηρία, το παράνομο/λαθραίο κυνήγι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαpoaching (en)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- poaching στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- poaching - Cambridge Dictionary online