poach
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | poach |
γ΄ ενικό ενεστώτα | poaches |
αόριστος | poached |
παθητική μετοχή | poached |
ενεργητική μετοχή | poaching |
Ρήμα
επεξεργασίαpoach (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κυνηγώ ή ψαρεύω λαθραία
- ⮡ I poach on someone else’s land.
- Κυνηγώ λαθραία στα κτήματα άλλου.
- ⮡ I poach salmon.
- Ψαρεύω λαθραία σολομό.
- ⮡ I poach on someone else’s land.
Πηγές
επεξεργασία- poach - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 490. ISBN 9780194325684., λήμμα: λαθραίος