Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαγόκαρδος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λαγόκαρδ
ος
η
λαγόκαρδ
η
το
λαγόκαρδ
ο
γενική
του
λαγόκαρδ
ου
της
λαγόκαρδ
ης
του
λαγόκαρδ
ου
αιτιατική
τον
λαγόκαρδ
ο
τη
λαγόκαρδ
η
το
λαγόκαρδ
ο
κλητική
λαγόκαρδ
ε
λαγόκαρδ
η
λαγόκαρδ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λαγόκαρδ
οι
οι
λαγόκαρδ
ες
τα
λαγόκαρδ
α
γενική
των
λαγόκαρδ
ων
των
λαγόκαρδ
ων
των
λαγόκαρδ
ων
αιτιατική
τους
λαγόκαρδ
ους
τις
λαγόκαρδ
ες
τα
λαγόκαρδ
α
κλητική
λαγόκαρδ
οι
λαγόκαρδ
ες
λαγόκαρδ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαγόκαρδος
<
λαγός
+
καρδιά
Επίθετο
επεξεργασία
λαγόκαρδος, -η, -ο
δειλός
,
φοβητσιάρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαγόκαρδος