λαγωχειλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαγωχειλικός < λαγώχειλος + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαλαγωχειλικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη λαγωχειλία, αναφέρεται σ’ αυτή ή παρουσιάζει λαγωχειλία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις λαγώχειλος, λαγός και χείλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαγωχειλικός
|