Ετυμολογία

επεξεργασία
λίμπα: (αντιδάνειο) < (άμεσο δάνειο) ιταλική νότια διάλεκτος: limba (λεκάνη, λακκούβα) < υστερολατινική lembus ή limbus < αρχαία ελληνική λέμβος (μικρό σκάφος). Συγγενικά: αλβανικά limbë.[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈli.ba/
ΔΦΑ : /ˈlim.ba/ [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λίμπα οι λίμπες
      γενική της λίμπας των λιμπών
    αιτιατική τη λίμπα τις λίμπες
     κλητική λίμπα λίμπες
Πηγή κλίσης: Λεξικό Μπαμπινιώτη[3].
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

λίμπα {θηλυκό άκλιτο [4]

  • (σπάνιο) λάκος ή δεξαμενή όπου καταλήγει υγρό, συνήθως λάδι[3]
    → δείτε τη λέξη λιμπί (διαλεκτικό) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λίμπα θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 λίμπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. 3,0 3,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  4. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)