Δείτε επίσης: κώλωμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόλωμα τα κολώματα
      γενική του κολώματος των κολωμάτων
    αιτιατική το κόλωμα τα κολώματα
     κλητική κόλωμα κολώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈko.lo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κό‐λω‐μα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

κόλωμα < κολώνω, γραφή του κωλώνω + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόλωμα ουδέτερο

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

κόλωμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόλωμα ουδέτερο

  • (ιδιωματικό, ναυτικός όρος, παρωχημένο) κομμάτι (όπως κομμάτι σε κλειδί αλυσίδας, όπως όταν δένεται ένα καΐκι, ένα πλεούμενο για να τραβηχτεί στη στεριά)
    ※  Α.Ι. Τζαμτζής, Η ναυτιλία του Πηλίου στην Τουρκοκρατία. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1987σελ.76-77 αποσπάστατα@books.google [μεταγραφή σε μονοτονικό]
    ως που να ξενερίση το καΐκι και να στερεωθή πάνου στο στάχυ της ακρογιαλιάς […] πρώτη δουλειά του καπετάνιου και των βοηθών του ναυτών ήταν να δέση το καΐκι. Αυτό γενότανε μ' ένα κλειδί αλυσίδας «κόλωμα» όπως το λέγανε. […]
    Στο κεφάλι της, η τάλια είχε και μία τρύπα, απ' όπου δενότανε γερά με κόλωμα (κομμάτι) αλυσίδας στη «χωστή». Η χωστή γινότανε από χοντρούς κορμούς δέντρων που τους μπήγανε βαθυά στην άμμο, για στερέωμα, επειδή αυτή σήκωνε όλο το βάρος του καϊκιού που θα τραβούσανε έξω στην αμμουδιά.
    → δείτε και τις λέξεις παράγγι, στάχυ, τάλια, φαλάγγι και χωστή

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. γραφή με όμικρον λήγουν σε -κόλωμα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)