Δείτε επίσης: κυτταροειδής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυτταρώδης η κυτταρώδης το κυτταρώδες
      γενική του κυτταρώδους της κυτταρώδους του κυτταρώδους
    αιτιατική τον κυτταρώδη την κυτταρώδη το κυτταρώδες
     κλητική κυτταρώδη(ς) κυτταρώδης κυτταρώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυτταρώδεις οι κυτταρώδεις τα κυτταρώδη
      γενική των κυτταρωδών των κυτταρωδών των κυτταρωδών
    αιτιατική τους κυτταρώδεις τις κυτταρώδεις τα κυτταρώδη
     κλητική κυτταρώδεις κυτταρώδεις κυτταρώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυτταρώδης < κύτταρο + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

κυτταρώδης

  Μεταφράσεις επεξεργασία