Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κυτταρώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
κυτταροειδής
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κυτταρώδ
ης
η
κυτταρώδ
ης
το
κυτταρώδ
ες
γενική
του
κυτταρώδ
ους
της
κυτταρώδ
ους
του
κυτταρώδ
ους
αιτιατική
τον
κυτταρώδ
η
την
κυτταρώδ
η
το
κυτταρώδ
ες
κλητική
κυτταρώδ
η
(
ς
)
κυτταρώδ
ης
κυτταρώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κυτταρώδ
εις
οι
κυτταρώδ
εις
τα
κυτταρώδ
η
γενική
των
κυτταρωδ
ών
των
κυτταρωδ
ών
των
κυτταρωδ
ών
αιτιατική
τους
κυτταρώδ
εις
τις
κυτταρώδ
εις
τα
κυτταρώδ
η
κλητική
κυτταρώδ
εις
κυτταρώδ
εις
κυτταρώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κυτταρώδης
<
κύτταρο
+
-ώδης
Επίθετο
επεξεργασία
κυτταρώδης
που είναι
γεμάτος
με
κύτταρα
ή αποτελείται από
κύτταρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κυτταρώδης